- ὁμοουσίως
- ὁμοούσιοςconsubstantialadverbialὁμοούσιοςconsubstantialmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερούσιος — ο και ετεροούσιος, ο (ΑΜ ἑτερούσιος, ον και ἑτεροούσιος, ον) αυτός που είναι διαφορετικός κατά την ουσία ἡ τη φύση, αυτός που δεν είναι ομοούσιος («ετερούσιον δόγμα» το δόγμα τών Αρειανών, οι οποίοι αρνούνταν το ομοούσιο τού Πατρός και τού Υιού) … Dictionary of Greek
ομοούσιος — α, ο (ΑΜ ὁμοούσιος, ον) 1. αυτός που σύγκειται από την ίδια ουσία με κάποιον άλλο, αυτός που έχει την ίδια φύση 2. φρ. «ομοούσιος τῳ πατρί» εκκλ. (για τον Ιησού Χριστό) αυτός που έχει την ίδια ουσία με τον πατέρα, αυτός που είναι κατά φύσιν θεός… … Dictionary of Greek